Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

Μήνα που δεν έχει ρο, ρίξε στο κρασί νερό...

  Το σταφύλι είναι ο καρπός του αμπελιού. Το αμπέλι αλλιώς ονομάζεται και κλήμα (Vitis Vinifera), είναι αναρριχητικό φυτό και προιόντα του ο μούστος, το κρασί, το ξύδι και οι σταφίδες, ενώ μπορεί να γίνει και γλυκό του κουταλιού. Είναι γνωστό ως καρπός από την αρχαιότητα και αναφέρεται για πρώτη φορά στη Βίβλο. Υπάρχουν διάφορες ποικιλίες στην Ελλάδα. Γενικότερα διαχωρίζονται με βάση το χρώμα, λευκό, κόκκινο και μαύρο. Το σταφύλι ιατρικά καταπολεμά την κατακράτηση των υγρών. Είναι πλούσιο σε κάλιο και βιταμίνες, έχει αντιοξειδωτική αλλά και αντικαρκινική δράση, λόγω της ρεσβερατρόλης, που βρίσκεται στη φλούδα του. Τα σταφύλια αναπτύσσονται σε τσαμπιά των εξι έως τριακοσίων ρωγών και μπορεί να έχουν μαύρο, σκούρο μπλε, κίτρινο, πράσινο, λευκό ή ροζ χρώμα.


  Ο μούστος ή γλεύκος(το) είναι το υγρό προϊόν σύνθλιψης των καρπών του κλήματος, ο χυμός που παράγεται από τις ρώγες των σταφυλιών. Παίρνει το χρώμα του από τις χρωστικές ουσίες του φλοιού των σταφυλιών, οπότε μπορεί να είναι λευκωπός έως ερυθρός, με υψηλή περιεκτικότητα σε σάκχαρα. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή διαφόρων άλλων προϊόντων, όπως του οίνου, μετά από αλκοολική ζύμωση, καθώς και σε παραδοσιακά προϊόντα όπως το πετιμέζι, η μουσταλευριά και το μουστοκούλουρο. Ο μούστος δημιουργείται με σύνθλιψη στα πατητήρια των οινοπαραγωγών και στη συνέχεια ακολουθείται η διαδικασία.

  Το Πετιμέζι προέρχεται από συμπύκνωση μούστου εξαιρετικών και ώριμων σταφυλιών της Κρήτης. Έχει υπέροχο άρωμα και γεύση. Είναι ένα προϊόν φτιαγμένο με παραδοσιακό τρόπο και χρησιμοποιείται ως γλυκαντική ουσία σε παραδοσιακά σπιτικά γλυκά, σε τηγανίτες, σε λουκουμάδες και άλλα. Είναι άριστο σιρόπι για κάθε είδους παγωτό.
Το προϊόν αυτό χρησιμοποιήθηκε από τους προγόνους μας ως θερμαντικό μέσο την περίοδο του πολέμου, αλλά και ως γλυκαντική ουσία στη ζαχαροπλαστική, την περίοδο που η ζάχαρη - λόγω της υψηλής της τιμής - ήταν ένα είδος πολυτελείας. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τη σύγχρονη νοικοκυρά σε αναλογία 1:1 αντί της ζάχαρης σε όλα τα γλυκά, ακόμη και στο ψωμί με βούτυρο, ενώ είναι και το βασικό συστατικό για τα γλυκά κουταλιού που ονομάζονται ρετσέλια. Εκτός από την θεσπέσια και λησμονημένη γεύση του, προσδίδει άρωμα, χρώμα και πολλά θρεπτικά συστατικά όπου κι αν χρησιμοποιηθεί. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί αντί του μούστου στην παρασκευή μουσταλευριάς.

Το πετιμέζι είναι κατάλληλο:
  • για μουσταλευριά, μουστοκούλουρα και μουστοκαλάμαρα
    ο μούστος που απαιτείται φτιάχνεται με 2-3 μέρη νερό - ανάλογα με τη γλυκύτητα που επιδιώκουμε - και 1 μέρος πετιμέζι
  • για πετιμέζι λικέρ 3 μέρη πετιμέζι και 1 μέρος τσικουδιά
  • για σφηνάκι πετιμέζι 3 μέρη τσικουδιά και 1 μέρος πετιμέζι
  • ως σιρόπι στο παγωτό 1 κουταλιά της σούπας στο μπολ
  • ως γλυκαντικό στο γιαούρτι 2 κουταλιές της σούπας στο μπολ
  • ως δροσιστικό 1 μέρος πετιμεζιού 4 μέρη παγωμένου νερού
  • ως γρανίτα 1 μέρος πετιμεζιού 4 μέρη τριμμένου πάγου

  Η ιστορία του αµπελιού χάνεται στα βάθη των αιώνων. Αρκεί να αναλογιστούµε ότι κουκούτσια αγριοστάφυλων έχουν βρεθεί ακόµη και σε σπηλιές που κατοικήθηκαν από νοµαδικά προϊστορικά φύλα... Πριν από την εποχή των παγετώνων η άµπελος ευδοκιµούσε στην πολική ζώνη. Οι παγετώνες όµως περιόρισαν την εξάπλωσή της, ωθώντας διάφορα είδη άγριων αµπέλων προς θερµότερες ζώνες, όπως η κεντρική και ανατολική Ασία, η κεντρική και νότια Ευρώπη, αλλά και η ευρύτερη περιοχή του νότιου Καυκάσου. Εκεί γεννήθηκε το είδος «Άµπελος η Οινοφόρος» (Vitis vinifera), που σήµερα σε διάφορες ποικιλίες του καλλιεργείται σχεδόν αποκλειστικά.
  Η τέχνη της αµπελουργίας εικάζεται ότι ξεκίνησε µε την αγροτική επανάσταση γύρω στο 5000 π.Χ. Από τους πρώτους γνωστούς αµπελοκαλλιεργητές θεωρούνται οι Άριοι (πρόγονοι των Περσών και των Ινδών που ζούσαν στην περιοχή Καυκάσου-Κασπίας), οι σηµιτικοί λαοί και οι Ασσύριοι. Το κρασί µάλιστα εκείνη την εποχή ήταν γνωστό ακόµη και στην αρχαία Κίνα! Κατόπιν οι τέχνες της αµπελουργίας και της οινοποιίας πέρασαν στους Αιγύπτιους, στους λαούς της Παλαιστίνης, της Φοινίκης και στους Έλληνες.
  Η Αίγυπτος είχε µακρά παράδοση στην οινοποιία, η οποία ξεκινά πριν από το 4000 π.Χ.: οι αρχαίοι Αιγύπτιοι διέθεταν ακόµη και µηχανικά πιεστήρια, ενώ έχουν βρεθεί αµφορείς της Νέας ∆υναστείας (1600-1100 π.Χ.) στους οποίους αναγράφονται η προέλευση, η σοδειά και ο οινοποιός. Στη Μεσοποταµία γύρω στο 1700 π.Χ. ο Βαβυλώνιος βασιλιάς Χαµουραµπί είχε θεσπίσει νοµοθεσία για την τιµή του κρασιού, αλλά και για το ότι αυτό έπρεπε να καταναλώνεται µόνο το διάστηµα µετά τον τρύγο (η παλαίωση προφανώς ήταν κάτι άγνωστο για την εποχή). Παρά τη µακρά παράδοσή τους, οι λαοί αυτοί γρήγορα έχασαν τη φήµη των σπουδαίων οινοποιών, πράγµα που πιθανότατα οφείλεται στο ότι το αµπέλι έδινε καλύτερες ποικιλίες σε µεσογειακά κλίµατα, όπως της Φοινίκης και της Ελλάδας.
Miracle at Cana - Nickolas Martori
  Οι σηµιτικοί λαοί της ανατολικής Μεσογείου γνώρισαν το κρασί από τα πρώτα χρόνια, αν κρίνουµε από τις πολυάριθµες αναφορές της Παλαιάς ∆ιαθήκης σε αυτό. Η σηµασία του µάλιστα ήταν τόσο µεγάλη για την κοινωνική ζωή, αν αναλογιστούµε ότι ο Ιησούς Χριστός πραγµατοποίησε το πρώτο θαύµα του στην Κανά της Γαλιλαίας, µετατρέποντας το νερό σε κρασί, ώστε να µπορέσει να συνεχιστεί ο γάµος στον οποίο ήταν προσκεκληµένος.
  Οι Φοίνικες ήταν ξακουστοί οινοποιοί, αλλά και έµποροι: φοινικικοί αµφορείς για κρασί έχουν βρεθεί σχεδόν σε κάθε περιοχή της ανατολικής και της κεντρικής Μεσογείου. Ένα από τα πρώτα µεγάλα κέντρα θαλάσσιου οινεµπορίου ήταν η Τύρος.
  Οι Έλληνες ανέπτυξαν ιδιαίτερα την οινοποιία, σχεδόν µονοπωλώντας την αγορά για αιώνες. Γνώρισαν το κρασί πιθανότατα από την αρχή της εγκατάστασής τους στο σηµερινό τους τόπο. ∆εν είµαστε ακόµη βέβαιοι από πού διδάχτηκαν την τέχνη της οινοποιίας, σύµφωνα όµως µε µια από τις επικρατέστερες θεωρίες, την έµαθαν από τους ανατολικούς λαούς (Φοίνικες ή Αιγύπτιους) µε τους οποίους είχαν ανεπτυγµένες εµπορικές σχέσεις, ιδίως οι Μινωίτες.

  Κρήτη... «Η γη στη µέση της θάλασσας που έχει το χρώµα του κρασιού...», κατά τον Όµηρο.
  Η ιστορία του κρασιού στην Κρήτη και οι δεσµοί του µε το νησί έχουν τις ρίζες τους πολύ πιο παλιά, πριν ακόµη και από τα οµηρικά έπη. Εδώ και περίπου έναν αιώνα οι ανασκαφές στην Κρήτη του διεθνούς φήµης αρχαιολόγου sir Arthur Evans έφεραν στο φως το θαύµα του Μινωικού Πολιτισµού. Στο παλάτι της Κνωσού, το αρχαιότερο αρχιτεκτονικό µνηµείο στην Ευρώπη, ανακαλύφθηκαν πολυτελή τετραώροφα κτίρια µε παροχές τέτοιες, που η υπόλοιπη Ευρώπη θα αποκτούσε αρκετές χιλιετίες αργότερα. Ο Έβανς εντυπωσιάστηκε τόσο από το επίπεδο διαβίωσης των αρχαίων Κρητών, που τους εκθίαζε πολύ συχνά σε πρωτοσέλιδα άρθρα του στα δηµοφιλέστερα έντυπα του κόσµου. Στις πολύχρωµες τοιχογραφίες των µινωικών παλατιών απεικονίζεται µια ζωή γεµάτη δηµιουργικότητα, καλαισθησία, αλλά και σε απόλυτη αρµονία µε το φυσικό περιβάλλον. Οι Μινωίτες καλλιεργούσαν τη γη τους και γεύονταν αυτά που απλόχερα τους προσέφερε. Στις εκατοντάδες πινακίδες που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη βλέπουµε µια ακµάζουσα οικονοµία µε γεωργικές, κτηνοτροφικές και εµπορικές δραστηριότητες. Μεταξύ των προϊόντων που καλλιεργούσαν µε επιτυχία και εµπορεύονταν οι αρχαίοι Κρήτες ξεχωρίζουµε το λάδι, τα σιτηρά, αλλά και το κρασί.
Το Μινωικό πατητήρι στο Βαθύπετρο
  Το αµπέλι καλλιεργείται συστηµατικά στην Κρήτη εδώ και περίπου 4.000 χρόνια! ∆εν είναι τυχαίο το γεγονός ότι το αρχαιότερο πατητήρι σταφυλιών, ηλικίας µεγαλύτερης των 3.500 ετών, έχει ανακαλυφθεί στην περιοχή του Βαθύπετρου. Από τον Όµηρο γνωρίζουµε πως τα κρητικά κρασιά ήταν ξακουστά σε όλο τον τότε γνωστό κόσµο. Πέρα από το ηλικίας 3.500 ετών πατητήρι, εντυπωσιακοί αµφορείς, τεράστιοι υπόγειοι χώροι αποθήκευσης, σχετικές απεικονίσεις σε όλα τα µινωικά ανάκτορα, αλλά και αναρίθµητες καταχωρίσεις για µεγάλες ποσότητες κρασιού στα µινωικά αρχεία σηµατοδοτούν όχι µόνο τον κεντρικό ρόλο που έπαιζε το κρασί στη ζωή του νησιού, αλλά και το υψηλό επίπεδο γνώσης των Μινωιτών για αυτό.
  Όµως το κρητικό κρασί δεν µένει αυστηρά στο νησί. Ταξιδεύει... Οι Μινωίτες, µε τα πλοία τους γεµάτα µε τα προϊόντα της κρητικής γης, γυρίζουν όλη τη Μεσόγειο. Έτσι, φθάνουν στην αυλή του ισχυρότερου άνδρα του αρχαίου κόσµου, του Αιγύπτιου φαραώ: σε αιγυπτιακές τοιχογραφίες βλέπουµε Κρήτες να καταφθάνουν µε τα πλοία τους στα αιγυπτιακά λιµάνια. Ανάµεσα στα εµπορεύµατα διακρίνονται και αµφορείς, που πιθανότατα ήταν γεµάτοι κρητικό κρασί. Στο ναυάγιο ενός τέτοιου πλοίου, το οποίο ανακάλυψαν οι αρχαιολόγοι στα ανοιχτά της Τουρκίας, βρέθηκε ένας τέτοιος αµφορέας, ακόµη σφραγισµένος και γεµάτος µε κρασί, ηλικίας πάνω από 3.000 ετών.
  Η καλλιέργεια του αµπελιού και η παραγωγή κρασιού στην Κρήτη συνεχίζονται ασταµάτητα στη διάρκεια των αιώνων. Στον «Κώδικα της Γόρτυνας», το αρχαιότερο νοµικό κείµενο στην Ευρώπη, βλέπουµε πρώτη φόρα µια σειρά από κανόνες για την καλλιέργεια του αµπελιού.

  Όταν µερικούς αιώνες αργότερα η Κρήτη γίνεται επαρχία της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας, οι Ρωµαίοι συνειδητοποιούν ότι οι ανάγκες τους σε κρασί −το οποίο αγαπούν ιδιαίτερα− είναι τόσο µεγάλες, που δεν καλύπτονται από τα αµπέλια της ιταλικής χερσονήσου. Η λύση ακούει τελικά στο όνοµα Κρήτη... Οι πεδιάδες και οι λόφοι της µετατρέπονται σταδιακά σε τεράστιους αµπελώνες, ενώ οι Κρήτες οινοποιοί βελτιώνουν όλο και περισσότερο τις µεθόδους οινοποίησης και παράγουν άριστα γλυκά κρασιά, τα οποία, µέσω της Ρώµης, κατακτούν όλο τον τότε γνωστό κόσµο. Πολλοί Έλληνες και Λατίνοι συγγραφείς της εποχής εκθειάζουν τον κρητικό οίνο, ο οποίος θεωρείται πως διαθέτει και φαρµακευτικές ιδιότητες. Οι πολυάριθµοι κρητικοί αµφορείς που έχουν βρεθεί είναι αδιαµφισβήτητοι µάρτυρες αυτής της αρχαίας εµπορικής επιτυχίας. Ένας µάλιστα από αυτούς, που ανακαλύφθηκε στην Ποµπηία, γράφει ακόµη στο στόµιό του, στα Λατινικά, «CRET EXC», που, σύµφωνα µε τους ειδικούς, σηµαίνει «Εξαιρετικός Κρητικός Οίνος».

 Η χριστιανική παράδοση αρχίζει σιγά σιγά να επιβάλλεται στον κόσµο και το άστρο της παγανιστικής Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας να δύει. Το κρασί όµως διατηρεί τη σηµαντική θέση που έχει στη ζωή των ανθρώπων. Η Ελλάδα, αλλά και όλος σχεδόν ο µεσογειακός κόσµος, ενσωµατώνεται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, την πρώτη χριστιανική υπερδύναµη η οποία αρχίζει να δηµιουργείται. Η Κρήτη εµπλέκεται σε µια σειρά από πολέµους και ταραχές που δεν ευνοούν την καλλιέργεια του αµπελιού και την οινοπαραγωγή. Τελικά κατακτάται από τους Βενετούς το 1204. Στη βυζαντινή Ελλάδα η παραγωγή και ιδιαίτερα η εξαγωγή του κρασιού γνωρίζουν κάµψη. Η Κρήτη όµως, εκµεταλλευόµενη τόσο την ασφάλεια, όσο και τα εµπορικά δίκτυα που προσφέρουν οι Βενετοί, ξεκινά τη δεύτερη −και µεγαλύτερη− στη µακραίωνη ιστορία της επέλαση στις αγορές κρασιού της Ευρώπης. Η κρητική οινοποιία και οι εξαγωγές ανθούν υπό την κυριαρχία των Βενετών. Το 1415 εξάγονται περισσότερα από 20.000 βαρέλια οίνου εξαιρετικής ποιότητας. Ενάµιση αιώνα αργότερα οι εξαγωγές φθάνουν τα 60.000 βαρέλια.
  Το 1669 η Κρήτη κατακτάται από τους Οθωµανούς. Για τους επόµενους δύο αιώνες η εικόνα της παραγωγής κρασιού στην Κρήτη δεν είναι ξεκάθαρη, όµως η απαγόρευση της κατανάλωσης αλκοόλ από το Ισλάµ δεν µπορεί παρά να είχε αρνητικές συνέπειες. Η παραγωγή µειώνεται, ενώ η επαφή µε τις αγορές της ∆ύσης γνωρίζει φθίνουσα πορεία. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι λίγες οι φορές που ακόµη και οι ανώτατοι θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες των Οθωµανών, οι σουλτάνοι, υποκύπτουν στα θέλγητρα αυτού του εξαιρετικού ποτού.
  Η Κρήτη απελευθερώνεται από τον οθωµανικό ζυγό στα τέλη του 19ου αιώνα. Η νέα και αρκετά προοδευτική, ανεξάρτητη διοίκηση του νησιού προωθεί µε όλες τις δυνάµεις της την αναδιοργάνωση και τον εκσυγχρονισµό της αγροτικής παραγωγής. Έτσι, ξεκινά και η αναγέννηση της οινοπαραγωγής. Στη διεθνή έκθεση που οργανώνεται στα Χανιά στις αρχές του 20ού αιώνα για να προβάλει τα νέα κρητικά προϊόντα στις αγορές της ∆ύσης βραβεύονται για την ποιότητα των κρασιών τους 18 οινοποιοί.
  Το 1913 η Κρήτη προσαρτάται στο ελληνικό κράτος. Όµως η ταραγµένη ιστορία της Ελλάδας τις επόµενες δεκαετίες, µε τους αλλεπάλληλους πολέµους, δεν ευνοεί τις εξαγωγές, γεγονός που επηρεάζει ιδιαίτερα το κρασί. Παρά τις δύσκολες συνθήκες όµως, η κρητική οινοποιητική παράδοση επιβιώνει στα δύσκολα αυτά χρόνια µέσα από τη βασική της µονάδα: την οικογένεια. Ακόµη και σήµερα πολλές από τις σύγχρονες επιχειρήσεις που φτιάχνουν και εξάγουν τα κρασιά αυτά, που γίνονται ολοένα και πιο γνωστά στις ξένες αγορές και βραβεύονται σε διεθνείς διαγωνισµούς, προέρχονται από οικογένειες µεγάλων και µεσαίων γαιοκτηµόνων που κράτησαν ζωντανή όλα αυτά τα χρόνια τόσο την παράδοση, όσο και την αγάπη για το κρασί.
  Στη σύγχρονη πραγµατικότητα το κρητικό κρασί εδώ και χρόνια έχει κερδίσει και συνεχίζει να κερδίζει την προσοχή και την προτίµηση της ευρύτερης κοινής γνώµης. Τα κρητικά κρασιά αποτελούν πολύτιµη παρακαταθήκη παραδοσιακών ποικιλιών, εναρµονισµένων απολύτως στις κλιµατολογικές συνθήκες του νησιού. Το πλήθος των ντόπιων ποικιλιών, η ποικιλοµορφία και η µοναδικότητα των διαφόρων οινοπεριοχών, αλλά και η µεγάλη παράδοση των Kρητικών στο κρασί είναι οι βάσεις για το σηµερινό ποιοτικό πρόσωπο του κρασιού της Κρήτης και τη συνεχή ανοδική του πορεία.
  Η παράδοση αυτή όµως δεν θα µπορούσε να αποδώσει καρπούς χωρίς τη γνώση και την τεχνολογία. Οι Κρήτες οινοπαραγωγοί έλαβαν σοβαρά υπόψη τους τις νέες εξελίξεις, αλλά και τις προτιµήσεις των καταναλωτών. Σε αυτό συνέβαλε πολύ η ύπαρξη µιας νέας γενιάς οινοπαραγωγών, οινολόγων, αµπελουργών κ.ά. που προσπαθούν να βελτιώσουν την εικόνα του κρητικού κρασιού σε όλες του τις συνιστώσες, µε γνώσεις, όραµα και όρεξη. Νέες ποικιλίες δοκιµάζονται, νέα αρώµατα και γεύσεις αναδεικνύονται, προσφέροντας στον καταναλωτή εκλεκτά κρασιά που µπορούν να ικανοποιήσουν όλα τα γούστα και όλες τις απαιτήσεις. Αξιοποιώντας τις παραδοσιακές ποικιλίες του σταφυλιού και τη συσσωρευµένη εδώ και αιώνες πείρα, οι σηµερινές οινοβιοµηχανίες της Κρήτης έχουν καταφέρει να ανεβάσουν το κρητικό κρασί στη θέση που δικαιωµατικά του ανήκει.

  Το ξίδι (παλαιότερα ξύδι, ετυμολογία) είναι ένα όξινο υγρό που προέρχεται από τη ζύμωση της αιθανόλης του κρασιού σε αιθανικό οξύ, μετά από χρόνια, χωρίς την προσθήκη ζάχαρης και με τη βοήθεια κάποιων χρήσιμων βακτηρίων. Η αντίδραση που σχηματίζεται είναι η εξής: CH3CH2OH + O2 → CH3COOH + H2O. Το pH του ξιδιού διαφέρει από ξίδι σε ξίδι και κυμαίνεται μεταξύ των τιμών 2,4 έως 3,4. Υπάρχουν διάφορα είδη ξιδιού, όπως το βαλσάμικο, το κόκκινο και το άσπρο. Το ξίδι χρησιμοποιείται σαν βασικό συστατικό στην Ανατολίτικη κουζίνα και σαν όχι τόσο βασικό συστατικό στην Ευρωπαϊκή.
  Οι απαρχές του ξιδιού φαίνεται να έχουν τις ρίζες τους στην Κίνα, κατά το 2000 π.Χ.. Επίσης, το ξίδι αναφέρεται και στην Βίβλο και συγκεκριμένα στο σημείο όπου ο Ιησούς διψασμένος ζητάει από τους Ρωμαίους νερό και αυτοί του βάζουν στο στόμα ένα σφουγγάρι εμποτισμένο με ξίδι.
  Το ξίδι φτιάχνεται κυρίως από κρασί, αλλά μπορεί και να φτιαχτεί και από φρούτα όπως μήλα, ντομάτα και καρύδα, από όσπρια όπως ρύζι και από μπύρα

  Η σταφίδα διακρίνεται σε δύο είδη, την μαύρη και την άσπρη. Η άσπρη λέγεται και σουλτανίνα. Τρώγεται σκέτη ως γλυκό και προστίθεται συνήθως σε κέικ και διάφορα γλυκά. Η κύρια διεργασία παραγωγής έχει να κάνει με την ξήρανση του καρπού, κυρίως της μαύρης σταφίδας, στον ήλιο για μερικές ημέρες (περίπου 10), ενώ ύστερα μπορεί να χρησιμοποιηθούν ορισμένα πρόσθετα προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα και να επεκταθεί ο χρόνος αποθήκευσης. Η πιο γνωστή ποικιλία μαύρης σταφίδας είναι η κορινθιακή.
   Οι παραγωγοί συλλέγουν τον καρπό της μαύρης σταφίδας συνήθως τον μήνα Αύγουστο, τον αποξηραίνουν σε ειδικά διαμορφωμένους υπαίθριους χώρους που ονομάζονται αλώνια. Έπειτα από οκτώ ημέρες (εξαρτάται και από τον καιρό) την γυρίζουν για να αποξηρανθεί και από την άλλη όψη και έπειτα από 2-3 ημέρες (πάλι εξαρτάται από τον καιρό) την μαζεύουν και την πάνε για επεξεργασία. Η επεξεργασία αυτή είναι γνωστή ως "μακινάρισμα". Εκεί απορρίπτονται τα περιττά σώματα και ξεχωρίζουν την χοντρή με την ψιλή ρόγα. Έπειτα την πουλάνε στους σταφιδέμπορους και στις ενώσεις συνεταιρισμών και αυτή αναλαμβάνουν την περαιτέρω επεξεργασία, την συσκευασία της και την διάθεσή της στην εγχώρια και παγκόσμια αγορά. Στο παρελθόν οι σταφίδες αποτελούσαν βασικό στοιχείο της διατροφής των προγόνων μας, οι οποίοι πίστευαν ότι περιείχε μαγικές και ιδιαίτερα ευεργετικές ιδιότητες. Στην Κρήτη η σταφίδα και ο μούστος αποτελούν, μαζί με το μέλι,τις πιο σημαντικες παραδοσιακές γλυκαντικές ύλες.

  Κάθε φθινόπωρο, μετά τον τρύγο και τα πατήματα για τον μούστο και το φρέσκο κρασί, σειρά έχει η παρασκευή της τσικουδιάς...
  Η λέξη τσικουδιά προέρχεται από τα τσίκουδα, δηλαδή τα υπολείμματα της μουστοποίησης των σταφυλιών - τσάμπουρα, φλούδες και κουκούτσια.  Στην Κρήτη ονομάζεται τσικουδιά ή ρακή. Ξεχωρίζει από όλα τα άλλα τσίπουρα διότι αποτελεί απόσταγμα μόνον από τα τσίκουδα, χωρίς την προσθήκη κανενός άλλου αρωματικού φυτού. 
  Ο θεσμός του ρακοκάζανου θεσμοθετήθηκε από τον Ελευθέριο Βενιζέλο γύρω στο 1920 όπου και δόθηκαν άδειες για τα ρακοκάζανα στους Κρητικούς αγρότες, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα παραγωγής τσικουδιάς από τα σταφύλια που παρήγαγαν.
  Τα γλέντια ακόμη και την ώρα της παραγωγής της τσικουδιάς στις κρητικές καζανιές είναι ονομαστά. Γύρω από τη "ρούμπα" (το σωληνάκι, απ΄ όπου βγαίνει η πρώτη ρακή), συγκεντρώνονται μέλη οικογενειών, παρέες, καλεσμένοι - φίλοι και γλεντάνε. Φρεσκοαποσταγμένη τσικουδιά ρέει άφθονη στα ποτήρια της παρέας που συμμετέχει στο γλέντι.
  Η τσικουδιά στην Κρήτη, είναι στην ουσία ένα εργαλείο "επικοινωνίας". Δεν υπάρχει νοικοκυριό στην Κρήτη, χωρίς ένα μπουκάλι ρακί ή τσικουδιά άμεσα διαθέσιμο κάθε στιγμή. Μ΄ αυτήν ξεκινούν τα γλέντια και οι χαρές, υποδέχονται οι Κρητικοί τους επισκέπτες, μ΄ αυτήν χωρατεύουν στα καφενεία ή κάνουν τις σοβαρές τους κουβέντες. Συνοδεύεται από κρητικούς παραδοσιακούς μεζέδες, συνήθως ξηρούς καρπούς, μα για τους γνώστες πάει καλύτερα με οφτές πατάτες, ελιές, λάχανο ωμό, αγγουράκι, χοχλιούς και παξιμάδια...
  Για τον επισκέπτη - τουρίστα που θα παραβρεθεί σε ρακοκάζανο, είναι μια μοναδική εμπειρία που σπάνια συναντά. Και σίγουρα θα θυμάται, με ένα μπουκάλι τσικουδιά που θα πάρει μαζί του φεύγοντας, την κρητική παράδοση και φιλοξενία. Να την πιει να τη χαρεί, όπου κι όποτε θελήσει τη χαρισμένη του... Στην υγειά σας!

Φωτογραφίες και κείμενα πάρθηκαν από όπου οδηγούν τα links. Οι δύο πρώτες είναι δικές μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...